- γάρμπο
- γάρμπο, το και γάρμπος, ο(λ. ιταλ.), κομψότητα, χάρη: Βαδίζει με γάρμπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γάρμπο — και γάρμπος, το η κομψότητα, η χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. garbo «κομψότητα»] … Dictionary of Greek
γαρμπάτος — η, ο και γαρμπερός, ή ό ο κομψός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαρμπάτος < γάρμπο ή < ιταλ. garbato «κομψός» και ο τ. γαρμπερός < γάρμπο] … Dictionary of Greek
άγαρμπος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει συμμετρικές αναλογίες, άκομψος, ασουλούπωτος 2. αγροίκος, άξεστος, άχαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + γάρμπο(ς), το < ιταλ. garbo (= χάρη, ευγένεια)] … Dictionary of Greek